- συναΐσσω
- συναΐσσω,A hasten together, A.R.4.1112, Q.S.2.456.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναΐσσω — Α ορμώ προς τα εμπρός μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀΐσσω «ορμώ, ρίχνομαι»] … Dictionary of Greek
συναίσσοντες — συναίσσω hasten together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίσσουσα — συναίσσω hasten together pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναΐγδην — Α επίρρ. με κοινή ορμή, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναΐσσω «ορμώ» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek